- χύρρα
- Αεπιφών. κάλεσμα για χοίρους («οὕτως εἰώθασι ταῑς ὑσὶν ἐπιφθέγγεσθαι», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χύρρα, λ. που χρησιμοποιείται για το κάλεσμα τών χοίρων, καθώς και οι τ. χυρράδιοι και χυρρεῖον (ή χύριον), που δηλώνουν την ξύλινη ράβδο την οποία κρεμούσαν στον λαιμό τών χοίρων για να μην μπορούν να περνούν τους φράχτες, πρέπει να συνδεθούν με τη λ. χοῖρος και θα μπορούσαν πιθ. να ερνηνευθούν ως διαλεκτικοί τ., πιθανότατα, τής Βοιωτικής λόγω τού -υ- που εμφανίζουν αντί τού -οι-. Δυσερμήνευτο παραμένει, ωστόσο, το διπλό -ρρ- τών τ., αφού η άποψη ότι οφείλεται σε εκφραστικό διπλασιασμό παραμένει υποθετική και ανεπιβεβαίωτη].
Dictionary of Greek. 2013.